-
1 τημελέω
A take care of, look after, c. acc., ;οὐδ' ἐργάτης σίδηρος.. οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει Moschio
Trag.6.12;αἱ γυναῖκες, ὅταν τέκωσι, τ. τοὺς ἄνδρας Nymphod.15
; ἵνα μηδὲν ἄλλο ἢ ταύτην (sc. τὴν ἀρετὴν)καθάπερ ἀγαθὸς γεωργὸς τ. καὶ περιέπῃ Ph.1.52
, cf. eund. ap. Eus.PE8.14;τημελοῦντες [τὴν ἀρχὴν] ὥσπερ νομεῖς Aristid.Or.26(14).18
;τ. τὴν κεφαλήν Plu.Art.18
, Artem.1.38, cf. Plu.2.148d, S.E.M.7.249: c. gen.,σώματός τ' ἐτημέλει E.IT 311
, cf. Pl.Lg. 953a:—[voice] Med., c. acc., D.H.4.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τημελέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский